Μου έλεγες να πάμε κρυφά, μετά το φροντιστήριο.
Παρασκευή μετά το μάθημα των αγγλικών. 7:30 θα ήταν νύχτα
ακόμη και δεν θα μας έβλεπε κανείς.
Την ημέρα που σου είπα "εντάξει ρε μαλάκα πάμε"
με κοίταξες με γουρλωμένα μάτια. Τόσο καιρό κρυβόσουν πίσω από
τη δική μου άρνηση. Τους δικούς μου φόβους. Τις δικές μου
αναστολές. Τις 400δρχ τις εξασφάλισα από το χαρτζιλίκι του
παππού.
Θυμάσαι πόσο αφηρημένοι ήμασταν στο μάθημα; Όταν
χαθήκαμε στο σκοτάδι οι καρδιές μας χτυπούσαν δυνατά. Στη
στροφή που είδαμε το κόκκινο φωτάκι κοντοσταθήκαμε για λίγο
αλλά δεν σου άφησα περιθώρια. Είχε έρθει η μέρα μας.
Παχουλή, ξανθιά, με το μαλλί φτιαγμένο σε κομμωτήριο. Γύρω στα 40;; «Σούλα» έγραφε η ταμπέλα δίπλα στην πόρτα. Ευδιάθετη
μας καλωσόρισε και μας χαμογέλασε.
Φοβόμουν. Με είχε πιάσει ζαλάδα. Ήθελα να ξεράσω. Όταν χάθηκες στο διάδρομο κόντεψα να το βάλω στα πόδια. Έμεινα όμως. Θυμάμαι τη βαριά από άρωμα ατμόσφαιρα. Έκανε τρεις
μέρες να φύγει από τη μύτη μου, εκεί κολλημένη. Αιώνας μου φάνηκε μέχρι να σε ξαναδώ. Όταν φάνηκες χαμογελαστός, αναθάρρησα. Μίλησα αλλά δεν ακούστηκα. Η κα Σούλα μου
έγνεψε να την ακολουθήσω.
Το μόνο που θυμάμαι μετά ήταν να τρέχουμε. Να τρέχουμε χωρίς να κοιταζόμαστε. Ήταν 13 του Μάρτη του ’73. Σαν σήμερα.
13 του Μάρτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου